αραχνοΰφαντος

αραχνοΰφαντος
ος , ον , αραχνοϋφής, ης, ες тонкий как паутина, паутинный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αραχνοΰφαντος" в других словарях:

  • αραχνοΰφαντος — η, ο λεπτότατος σαν τον ιστό της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • αραχνοΰφαντος — η, ο αυτός που έχει υφανθεί πολύ λεπτά, σαν από αράχνη, λεπτεπίλεπτος, αραχνένιος: Το φουστάνι που φορούσε ήταν κυριολεκτικά αραχνοΰφαντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροΰφαντος — η, ο αυτός που μοιάζει υφασμένος με αέρα, αραχνοΰφαντος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + υφαντός < υφαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • αραχνιώδης — (Α ἀραχνιώδης, ες) [αράχνιον] 1. αυτός που μοιάζει με ιστό αράχνης, αραχνοΰφαντος 2. (για υγρά) γεμάτος κατακάθια όμοια με ιστούς αράχνης …   Dictionary of Greek

  • αραχνοϋφής — ἀραχνοϋφής, ές (AM) αραχνοΰφαντος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»